- μεγαλόπτερα
- (megaloptera). Μικρή τάξη εντόμων, η οποία παλαιότερα αποτελούσε υπόταξη της τάξης των νευροπτέρων, γνωστή και ως σιαλώδης. Θεωρείται από τις πιο πρωτόγονες ομάδες των ολομετάβολων εντόμων. Πρόκειται για υδρόβια έντομα μεγάλων διαστάσεων με μεγάλα πτερά, τα οποία έχουν άνοιγμα έως 16 εκ. Οι προνύμφες τους είναι υδρόβιες και έχουν τραχειακά βράγχια, τα οποία και διακρίνονται για τις ιδιόρρυθμες απομυζητικές τους λαβίδες, με τις οποίες συλλαμβάνουν τη λεία τους· διέρχονται από συνολικά 10-12 στάδια, προτού εξέλθουν από το νερό. Τα μ. απαντούν κυρίως στις θερμές χώρες και τρέφονται με υδρόβια έντομα, μικρά καρκινοειδή, κ.α.
Τα μ. συνίστανται από δύο οικογένειες, τις σιαλίδες και τις κορυδαλίδες, οι οποίες περιλαμβάνουν 300 σύγχρονα είδη παγκοσμίως.
* * *ταζωολ. τάξη νευροπτεροειδών εντόμων που υφίστανται πλήρη μεταμόρφωση και έχουν μεγάλα φτερά.
Dictionary of Greek. 2013.